ἀναξηραντικός
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ή, όν, fit for drying, Dsc.1.7, Crito ap.Gal.12.488, Plu.2.624d.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
desecativo, secante (νάρδος) τῆς γλώττης ἀναξηραντική Dsc.1.7, μηλίνη Λευκίου ἀ. παντὸς ῥεύματος Crito en Gal.12.488, τῆς πικρότητος ... δύναμις ἀ. Plu.2.624d.
German (Pape)
[Seite 200] austrocknend, δύναμις Plut. Symp. 1, 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à dessécher.
Étymologie: ἀναξηραίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναξηραντικός: иссушающий (δύναμις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξηραντικός: -ή, -όν, ὁ ἀναξηραίνων, ὁ προξενῶν ἀναξήρανσιν Πλούτ. 2. 624 D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναξηραντικός, -ή, -όν) ἀναξηραίνω
αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός.