ἐποποιΐα
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
English (LSJ)
Epic ἐποποιΐη, ἡ, epic poetry or an epic poem, Hdt. 2.116, Arist. Po. 1459b8, etc.
IIdivination by means of Homeric verses, PMagBerol. 1.328.
German (Pape)
[Seite 1008] ἡ, Verfertigung eines epischen Gedichts, Her. 2, 116; das epische Gedicht selbst, Arist. poet. 24; D. L. 8, 56.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
composition d'un poème épique.
Étymologie: ἐποποιός.
Greek Monotonic
ἐποποιΐα: ἡ, επική ποίηση ή επικό ποίημα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποποιΐα: ἡ эпическая поэзия, эпопея (ὁ λόγος ἐς τὴν ἐποποιΐην εὐπρεπής Her.; ἃ ἐ. ἔχει, ὑπάρχει τῇ τραγῳδίᾳ Arst.).