ἄρσην
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ἄρσεν, τό, gen. ἄρσενος, Ep., Ion., and Trag.: Att. ἄρρην IG2.678B55, Pl.Smp.191c, etc.: Aeol., Cret., Epid., and Hdt. ἔρσην, q.v.; ἀρσ- prevails in LXX and
A NT, ἀρρ- is more common in Pap. (exc. Pap. Mag.): nom. ἄρσης IG5(1).364.10 (Lacon.), POxy.465.147 (ii A. D.):—male, μήτε τις οὖν θήλεια θεὸς . . μήτε τις ἄρσην Il.8.7; βοῦν . . ἄρσενα 7.315; ἄρσενες ἵπποι 23.377, etc.; ἄρσην σπορά E.Tr.503; νηδύς Id.Ba.527 (lyr.) (of the birth of Bacchus); γονή Hp.Genit.7: ἄρσην, ὁ, or ἄρσεν, τό, the male, A.Ag.861, Supp. 393 (lyr.), Pl.Lg.665c, Smp.191c, etc.; Ἀπόλλωνι . . θῆλυ καὶ ἄρσεν . . προσέρδειν IG12(8).358 (Thasos, v B. C.); οἱ ἄρσενες the male sex, Th.2.45; τὸ ἄρσεν A.Eu.737. 2 masculine, Id.Supp.951; φρένες E.Or.1204: metaph., mighty, κτύπος ἄρσην πόντου S.Ph. 1455 (lyr.); Ἀχέροντος ἄρσενας χοάς Id.Fr.480.3; ἄρσην βοή Ar.Th. 125 (lyr.); ἄ. φθόγγοι Aristid.Quint.2.12; of plants, robust, coarse, opp. θῆλυς (tender, delicate), Thphr.HP3.9.3, cf. 2.2.6, Dsc.3.1, al., S.Tr.1196. 3 of gender of nouns, masculine, ὀνόματα Ar.Nu. 682. 4 of sex in plants, ἀπὸ τοῦ ἄρρενος τοῖς θήλεσι βοήθεια Thphr. HP2.8.4:—but also, coarse, tough, γογγυλίς ib.7.4.3, cf.3.9.3: Comp. form ἀρρέντερος (cf. θηλύτερος) , κὰ τὠρρέντερον γένος in the male line, IG5(2).262.21(Mantinea, v B. C.). 5 Adv. ἀρρένως Diog. ap. Stob. 4.44.71. (Occurs without ϝ- on Cret. Inscrr. which preserve ϝ-; cf. Skt. ṛ[snull ]abhás 'bull', Avest. aršan- 'man'.)