διάγλυπτος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ον, divided, of a quill-pen, AP6.227 (Crin.).
Spanish (DGE)
-ον tallado de una pluma AP 6.227 (Crin.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
taillé par le ciseau, intaglio.
Étymologie: διαγλύφω.
German (Pape)
ausgeschnitten, Crinag. 4 (VI.227).
Russian (Dvoretsky)
διάγλυπτος: украшенный резьбой, резной (κάλαμος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
διάγλυπτος: -ον, ἐγγεγλυμμένος, ἐγκεχαραγμένος, Ἀνθ. Π. 6. 227.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διάγλυπτος, -ον) διαγλύφω
1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα
2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον
το κοσμημένο με πολλές γλυφές.
Greek Monotonic
διάγλυπτος: -ον, χαραγμένος, γλυπτός, εγχάρακτος, σε Ανθ.
Middle Liddell
carved in intaglio, engraved, Anth.