λάχεσις

From LSJ
Revision as of 18:14, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
sort, destinée.
Étymologie: λαγχάνω.

Greek Monolingual

η
ζωολ.
1. γαστερόποδο μαλάκιο σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες
2. γένος δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια viperidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lachesis < Λάχεσις, όν. μιας από τις Μοίρες].

Russian (Dvoretsky)

λάχεσις: ιος ἡ λαγχάνω судьба, рок Her.

Mantoulidis Etymological

(=μία ἀπό τίς τρεῖς Μοῖρες). Ἀπό τό λαχεῖν, ἀπαρ. ἀορ. β' τοῦ λαγχάνω, ὅπου δες γιά περισσότερα παράγωγα.