τεκνοκτονία
From LSJ
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
English (LSJ)
ἡ, child murder, infanticide Ph.2.318 (pl.), J.BJ1.27.3, Plu.2.998e, Charito 2.10.
German (Pape)
[Seite 1082] ἡ, Kindermord, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
meurtre de ses enfants, infanticide.
Étymologie: τεκνοκτόνος.
Russian (Dvoretsky)
τεκνοκτονία: ἡ детоубийство Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνοκτονία: ἡ, ὁ φόνος τῶν τέκνων, Πλούτ. 2. 998Ε.
Greek Monolingual
ἡ, Α τεκνοκτόνος
παιδοκτονία.