ταφήϊος

From LSJ
Revision as of 18:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταφήϊος Medium diacritics: ταφήϊος Low diacritics: ταφήϊος Capitals: ΤΑΦΗΪΟΣ
Transliteration A: taphḗïos Transliteration B: taphēios Transliteration C: tafiios Beta Code: tafh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ep. for ταφεῖος (not found), of or for a burial, φᾶρος τ. a windingsheet, shroud, Od.2.99; μῆλα, i.e. for sacrifice, A.R.2.840.

German (Pape)

[Seite 1075] ep. u. ion. statt ταφεῖος, zum Begräbnisse, zum Grabe gehörig; φᾶρος, Leichengewand, Od. 2, 99. 19, 144. 24, 134; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 840.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la sépulture, funéraire.
Étymologie: ταφή.

Greek Monolingual

-ΐη, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. ταφεῖος
2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» — σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

τᾰφήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί ταφεῖος (σε αχρηστία), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην ταφή, που χρησιμεύει στην ταφή, ταφήϊον φᾶρος, σεντόνι στο οποίο τυλίγεται ο νεκρός, σάβανο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰφήϊος: погребальный (φᾶρος Hom.).