ἄσαντος
English (LSJ)
ον, (σαίνω) A not to be soothed, ungentle, θυμός A.Ch.422 (lyr.). II = οὐ σαίνων, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
que no se ablanda, inflexible θυμός A.Ch.421, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 368] nicht durch Schmeicheleien zu rühren, hartherzig, Aesch. Ch. 416 θυμός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut fléchir par des caresses, inflexible.
Étymologie: ἀ, σαίνω.
Greek Monolingual
ἄσαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»].
Greek Monotonic
ἄσαντος: -ον (σαίνω), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, σκληρός, άκαμπτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσαντος: неумолимый, жесткий (θυμός Aesch.).