ἄσαντος

Revision as of 19:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

ον, (σαίνω) A not to be soothed, ungentle, θυμός A.Ch.422 (lyr.). II = οὐ σαίνων, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que no se ablanda, inflexible θυμός A.Ch.421, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 368] nicht durch Schmeicheleien zu rühren, hartherzig, Aesch. Ch. 416 θυμός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut fléchir par des caresses, inflexible.
Étymologie: , σαίνω.

Greek Monolingual

ἄσαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»].

Greek Monotonic

ἄσαντος: -ον (σαίνω), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, σκληρός, άκαμπτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσαντος: неумолимый, жесткий (θυμός Aesch.).

Middle Liddell

σαίνω
not to be soothed, ungentle, Aesch.