διαχλιδάω

From LSJ
Revision as of 10:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

German (Pape)

[Seite 613] = simpl.; davon διακεχλιδώς βαδίζει Archipp. com. bei Plut. Alcib. 1, was Hesych. διαῤῥέων ὑπὸ τρυφῆς erkl.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. διακεχλιδώς;
s'abandonner à la mollesse.
Étymologie: διά, χλιδάω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf. part. διακεχλιδώς Archipp.48, διακεχλοιδώς Hsch., inf. διακεχλοιδέναι Hsch.δ 1074]
ser afeminado βαδίζει διακεχλιδώς Archipp.l.c., Hsch.ll.cc.

Russian (Dvoretsky)

διαχλῑδάω: (part. pf. διακεχλῑδώς) утопать в роскоши Plut.