ψυχοδαΐκτης

From LSJ
Revision as of 11:10, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

German (Pape)

[Seite 1404] ὁ, die Seele zerstörend, tödtend, Bacchus, Hymn. (IX, 524).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui déchire l'âme.
Étymologie: ψυχή, δαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχοδαΐκτης: δαΐζω душераздирающий, т. е. (предполож.) оглушительно кричащий (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοδαΐκτης: -ου, ὁ, ὁ καταστρέφων ἢ φονεύων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που καταστρέφει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δαϊκτής (< δαΐζω «κατακόπτω, φονεύω»)].