ἀμηνίτως
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
French (Bailly abrégé)
adv.
sans ressentiment.
Étymologie: ἀμήνιτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμηνίτως: (ῑ) без гнева, благосклонно (θεῖναί τινα δόμοις Aesch.; ἀ. καὶ φιλανθρώπως χρῆσθαί τινι Plut.).