τοσάκις
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
Adv., (< τόσος) so many times, so often, Polyaen. 4.3.9; Epic τοσσάκι Il. 21.268, 22.197, Simon. 145, etc.; elided, τοσσάχ' ὕδωρ Od. 11.586.
German (Pape)
[Seite 1130] adv., so viel Male, so oft, ep. auch τοσσάκις u. τοσσάκι.
French (Bailly abrégé)
adv.
autant de fois.
Étymologie: τόσος, -ακις.
Greek (Liddell-Scott)
τοσάκῐς: [ᾰ], Ἐπίρρ., (τόσος) ὡς καὶ νῦν, τόσας φοράς, ἐν χρήσει ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ τοσσάκι, Ἰλ. 268, Φ. 197, Σιμωνίδ., κλπ.· κατ’ ἔκθλιψιν, ὁσσάκι γὰρ κύψει’ ὁ γέρων, πιέειν μενεαίνων, τοσσάχ’ ὕδωρ ἀπολέσκετ’ ἀναβροχὲν Ὀδ. Λ. 585. Πρβλ. ὁσάκι.
Greek Monolingual
ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α
επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. -άκις/-ακι (πρβλ. πεντ-άκις / πεντ-άκι), βλ. και λ. -κις].
Greek Monotonic
τοσάκῐς: [ᾰ], Επικ. τοσσάκῐ, επίρρ., (τόσος), τόσες πολλές φορές, τόσο συχνά, σε Ομήρ. Ιλ.