Ἐρετριεύς

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
d'Érétrie.
Étymologie: Ἐρέτρια.

Russian (Dvoretsky)

Ἐρετριεύς: εως ὁ эретриец Her., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

Ἐρετριεύς: ὁ, ὁ ἐξ Ἐρετρίας, Ἡρόδ., κλ.: γεν. ἑνικ. -ιέως, συνῃρ. -ιῶς, Στεφ. Βυζ. Ἀνέκδ. Ὀξ. 4. 195· πληθ. -ιέων, συνῃρ. -ιῶν, Θουκ. 4. 123, 8. 95, Βεκκ.: αἰτ. ἑνικ. -ιᾶ, Ἀρκάδ. 130· «Ἐρετριέων ῥῶ· Ἐρετριεῖς τῷ ρ κατακόρως χρῶνται» Ἡσύχ.: ― ἐπίθ., Ἐρετρικός, ή, όν, Ἡρόδ., κλ.· οἱ Ἐρ., οἱ μσθηταὶ τοῦ Ἐρετριέως Μενεδήμου, Στράβ., ἴδε Ritter Ἱστορ. Φιλ. 2. 141 κἑξ.: ὡσαύτως Ἐρετριακός, ή, όν, Στράβ. 393· ― «ἐρετριακὸς κατάλογος· ἐπὶ Διφίλου (Ὀλυμπ. 84, 3) ψήφισμα ἐγράφη ἐξ Ἐρετρίας καταλέξαι ὁμήρους τοὺς τῶν πλουσιωτάτων υἱούς, τοῦτο οὖν τὸ ψήφισμα ἔχει ἐπιγραφὴν ἐρετριακὸς κατάλογος» Ἡσύχ.· ― Ἐρετριαῖος, α, ον, διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 8. 95· Ἐρετριὰς (δηλ. γῆ), άδος, ἡ, εἶδος πηλοῦ ἐξ Ἐρετρίας τῆς Εὐβοίας, Διοσκ. 5. 171.

Greek Monotonic

Ἐρετριεύς: ὁ, κάτοικος της Ερέτριας, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

an Eretrian, Hdt., etc.