Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑκατόμπους

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόμπους Medium diacritics: ἑκατόμπους Low diacritics: εκατόμπους Capitals: ΕΚΑΤΟΜΠΟΥΣ
Transliteration A: hekatómpous Transliteration B: hekatompous Transliteration C: ekatompous Beta Code: e(kato/mpous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, hundred-footed: in S. OC718 (lyr.), ἑκατόμποδες Νηρηΐδες, some take it literally to mean the 50 Nereids (the number assigned to them by Hes.Th.264, Pi.I.6(5).6, A.Fr.174, E.IT427), others the 100 Nereids (Pl.Criti. 116e), others merely to express a notion of multitude.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόμπους) -ουν
1 que tiene cien pies, prob. como equiv. de innúmero, múltiple τῶν ἑκατομπόδων Νηρῄδων ἀκόλουθος S.OC 718, cf. Sch.S.OC 718M.
2 como medida de cien pies νεὼν ... οὐ παρὰ πολὺ τῶν ἑκατομπόδων un templo no muy inferior a los cien pies Philostr.VA 2.20.

German (Pape)

[Seite 752] οδος, hundertfüßig, von den (50 od. 100?) Nereiden, Soph. O. C. 718.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
à cent pieds.
Étymologie: ἑκατόν, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόμπους: 2, gen. ποδος стоногий: αἱ ἑκατόμποδοι Νηρῇδες Soph. пятьдесят (или множество) Нереид.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόμπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἑκατὸν πόδας· τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 718, ἑκατόμποδες Νηρηΐδες, τινὲς ἑρμηνεύουσι κατὰ λέξιν, αἱ 50 Νηρηίδες (ὁ ἀριθμὸς ὁ ὁριζόμενος ἐν Ἡσ. Θ. 264, Εὐρ. Ι. Τ. 427), ἕτεροι, αἱ 100 Νηρηίδες (Πλάτ. Κριτί. 116Ε), καὶ ἄλλοι παραδέχονται ἁπλῶς τὴν ἔννοιαν τῆς πληθύος, ἴδε σημ. Jebb καὶ πρβλ. ἑκατόγγυιος, ὀκτάπους.

Greek Monolingual

ἑκατόμπους, ο, η (Α)
αυτός που έχει εκατό πόδια («ἑκατόμποδων Νηρῄδων»).

Greek Monotonic

ἑκᾰτόμπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει εκατό πόδια, σε Σοφ.

Middle Liddell

hundred-footed, Soph.