κλιβανεύς
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
v. κριβανεύς.
German (Pape)
[Seite 1452] ὁ, der Ofenheizer, Bäcker, Maneth. 1, 80.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑβανεύς: κλῑβᾰνίτης, κλῑβᾰνοειδής, κλίβᾰνος, ἴδε ἐν λέξ. κριβαν-.
Greek Monolingual
ο (Α κλιβανεύς και κριβανεύς) κλίβανος ή κρίβανος
αυτός που ανάβει τον κλίβανο και φροντίζει για το ψήσιμο του ψωμιού και τών φαγητών, αρτοποιός («κλιβανεῖς και ζυμωταί», Μαν.).