ἀλλοτρίως
From LSJ
ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings
French (Bailly abrégé)
adv.
dans des conditions contraires ou dans des conditions hostiles.
Étymologie: ἀλλότριος.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτρίως: недоброжелательно, недружелюбно, тж. враждебно (ἔχειν или διακεῖσθαι πρός τινα Lys., Isocr., Polyb. и τινι Diod.).