χρησίμως
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (Woodhouse)
(see also: χρήσιμος) beneficially, usefully
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement, d'une manière avantageuse.
Étymologie: χρήσιμος.
Russian (Dvoretsky)
χρησίμως: полезно, выгодно: χ. ἔχειν Thuc., Xen. быть полезным; χ. τινί Thuc. с пользой для кого-л.; τὰ χ. λεγόμενα Plut. полезные слова.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χρήσιμα Ν
βλ. χρήσιμος.
Translations
usefully
Bulgarian: полезно; Catalan: útilment; Czech: užitečně; Finnish: hyödyllisesti, käytännöllisesti; French: utilement; Greek: χρησίμως, αποτελεσματικά, εποικοδομητικά; Ancient Greek: ἐπιτηδείως, ἐπωφελῶς, εὐχρήστως, λυσιτελούντως, λυσιτελῶς, ὀνησίμως, προὔργου, συμφερόντως, συμφόρως, χρειωδῶς, χρησίμως, χρηστικῶς, ὠφελίμως; Old English: nytlīċe; Portuguese: utilmente; Spanish: útilmente