πολύσπερμος

From LSJ
Revision as of 13:50, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσπερμος Medium diacritics: πολύσπερμος Low diacritics: πολύσπερμος Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: polýspermos Transliteration B: polyspermos Transliteration C: polyspermos Beta Code: polu/spermos

English (LSJ)

ον, A abounding in seed, Arist.GA 725b29, Thphr.HP6.7.4; πολύσπερμος, ἡ, a plant, Hippiatr.2, GP.17.5.5. II abounding in seminal fluid, Gal.1.339. 2 prolific, Cat. Cod.Astr.1.166, Vett.Val.10.26.

German (Pape)

[Seite 673] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.

Russian (Dvoretsky)

πολύσπερμος: дающий много семени, многосемянный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον σπέρμα, σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσπερμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό
3. μτφ. γόνιμος
4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό-σπερμος].