ἐλεῶ

From LSJ
Revision as of 19:05, 17 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(ελεώ, -έω) (AM ἐλεῶ)<br /><b>1.</b> αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον<br /><b>2.</b> δ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

(ελεώ, -έω) (AM ἐλεῶ)
1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον
2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ' όσους έχουν ανάγκη
3. φρ. «Κύριε ἐλέησον»
Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου
μσν.- νεοελλ.
(το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῦσα
προσωνυμία της Θεοτόκου
νεοελλ.
φρ. «Κύριε ελέησον» — για δήλωση απορίας, έκπληξης κ.λπ.