ἀνακίρνημι
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Spanish (DGE)
(ἀνακίρνᾰμαι) • Alolema(s): act. ἀνακίρνημι Ph.1.153, 284
1 intr. mezclarse ποτόν S.Fr.255.8
•templar ἀὴρ ... ἡλίου ἀκτίσιν Pl.Ax.371d.
2 tr. fig. trabar, mezclar φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι E.Hipp.254
•en v. act. mezclar τῷ πάσχειν τὸ ποιεῖν Ph.1.153, cf. 284, Iambl.in Nic.p.73.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
mélanger ; fig. unir étroitement.
Étymologie: ἀνά, κίρνημι.