αδικία
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Greek Monolingual
η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά
1. το να πράττει κανείς το άδικο
«αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία»
«Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»
2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία
«τον αδίκησε πολύ στη διανομή, του 'κανε μεγάλη αδικία»
«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»
νεοελλ.
κατηγορία για ανύπαρκτο αδίκημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄδικος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδικιάρης].
Translations
injustice
Arabic: ظُلْم, جَوْر; Armenian: անարդարություն; Aromanian: nidriptati, adichii, strãmbãtati; Asturian: inxusticia; Belarusian: несправядлі́васць, бяспраўе, беззаконне; Bulgarian: несправедливост, беззаконие; Catalan: injustícia; Cebuano: inhustisya; Chinese Mandarin: 不平, 不公平; Czech: bezpráví; Danish: uretfærdighed; Dutch: onrecht; Finnish: epäoikeudenmukaisuus, vääryys; French: injustice; Galician: inxustiza; Georgian: უსამართლობა; German: Unrecht; Greek: αδικία; Ancient Greek: ἀδίκημα, ἀδικία, ἀδικίη, παρανόμησις, τὰ ἄδικα, τὸ ἀδικον; Haitian Creole: abi; Hungarian: igazságtalanság; Japanese: 不正, 不公平; Korean: 불법, 부정, 불공평; Latin: iniuria; Macedonian: неправда; Manx: aggair; Ngazidja Comorian: udhulumifu; Old English: unrihtwīsnes; Persian: ظلم, بیعدالتی, بیانصافی; Polish: niesprawiedliwość; Portuguese: injustiça; Romanian: nedreptate, injustiție, strâmbătate; Russian: несправедливость, бесправие, беззаконие; Scottish Gaelic: eucoir; Serbo-Croatian Roman: бѐспра̄вље, безакоње, нѐпра̄вда; Roman: bèsprāvlje, bezákonje, nèprāvda; Slovak: bezprávie; Slovene: krivica; Spanish: injusticia; Swahili: dhuluma; Swedish: orättvisa; Tagalog: labag sa katarungan; Thai: ความไม่เป็นธรรม; Turkish: adaletsizlik; Ukrainian: несправедливість, безправ'я, беззаконня; Vietnamese: sự bất công