ἀπερίοδος
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
ον, not periodic, DH. Comp. 23, cf. 26.
Spanish (DGE)
-ον
gram. que no forma períodos, no periódico λέξις D.H.Comp.113.4, ὁ ἑξῆς νοῦς ἀπερίοδος ἐν κώλοις τε καὶ κόμμασι λεγόμενος D.H.Comp.139.11.
German (Pape)
[Seite 288] unperiodisch, λἐξις D. Hal. C. V. c. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίοδος: -ον, ὁ μὴ ἔχων περίοδον, ἀπερίοδον… λέξιν Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 126.