διωκτός
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
ή, όν, A driven into exile, banished, S.Fr.1041. 2 of objects, to be pursued, Chrysipp. ap. Ath.1.8d, Arist.EN1097a31.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de pers. exiliado S.Fr.1041.
2 que debe ser perseguido κώθων δ' οὐ παραλειπτὸς ἀσύμβολος, ἀλλὰ δ. prov. en Chrysipp.SHell.337.
3 perseguido de algo como fin en sí mismo, Arist.EN 1097a31, Plot.5.1.2
•subst. τὸ δ. lo que se persigue Arist.de An.432b28, Top.133a26.
German (Pape)
(διώκω) Vertriebener, Soph. bei Poll. 8.158; dem man nachtrachten muß, Chrysipp. bei Ath. I.8d; Arist. Eth. 1.5.
Russian (Dvoretsky)
διωκτός:
1 преследуемый, гонимый Soph.;
2 искомый, желанный: τὸ καθ᾽ αὑτὸ διωκτόν Arst. то, что желательно само по себе, т. е. самоцель.
Greek (Liddell-Scott)
διωκτός: -ή, -όν, φυγάς, Σοφ. Ἀποσπ. 870. 2) ἐπὶ ἀντικειμέν., ὃ πρέπει τις νὰ ἐπιδιώξῃ, Χρύσιππ. παρ᾿ Ἀθην. 8D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 4, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
διωκτός, -ή, -όν (Α) διώκω
1. αυτός που μπορεί να διωχθεί
2. εξόριστος, φυγάς.