αιμορραγία
Greek Monolingual
η (Α αἱμορραγία)
1. ροή αίματος από αιμοφόρο αγγείο, που οφείλεται σε λύση της συνέχειας του αγγειακού τοιχώματος εξαιτίας τραυματισμού ή άλλης αιτίας
2. γεν.
απώλεια αίματος
νεοελλ.
αποδυνάμωση, εξάντληση (π.χ. «οικονομική αιμορραγία»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμορραγῶ.
ΠΑΡ. αιμορραγικός
αρχ.
αἱμορραγώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιμορραγιογενής, αιμορραγιογόνος].
Translations
hemorrhage
Arabic: نَزِيف, نَزْف; Armenian: արյունահոսություն; Bulgarian: кръвоизлив; Catalan: hemorràgia; Chinese Mandarin: 出血; Czech: krvácení, hemoragie; Dutch: bloeding; Esperanto: hemoragio; Finnish: verenvuoto; French: hémorragie; Galician: hemorraxia; German: Blutung; Greek: αιμορραγία; Ancient Greek: αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια; Hindi: रक्तस्राव; Ido: hemoragio; Italian: emorragia; Japanese: 出血; Kazakh: қан құйылу; Khmer: ការធ្លាក់ឈាម; Korean: 출혈(出血); Malayalam: രക്തസ്രാവം; Maori: ikura; Mirandese: almorragie; Norman: hémorragie; Norwegian: blødning; Occitan: emorragia; Polish: krwotok, krwawienie; Portuguese: hemorragia; Russian: кровоизлияние, кровотечение, геморрагия; Slovak: vnútorné krvácanie; Spanish: hemorragia; Swedish: blödning; Turkish: kanama; Welsh: gwaedlif