μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
λαμπροπρεπής, -ές (Μ)λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής].