λεπτόγαιος

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

German (Pape)

[Seite 30] = λεπτόγειος, Theophr.

Greek Monolingual

και λεπτόγειος, -ο και λεπτόγεως, -ων (Α λεπτόγειος και λεπτόγαιος, -ον και λεπτόγεως, -ων)
αυτός που έχει λίγο, όχι παχύ και εύφορο χώμα, άγονος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λεπτόγεα
τα άγονα εδάφη, οι γυμνές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεπτόγαιος < λεπτ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. ισόγαιος. Ο τ. λεπτόγειος < λεπτ(ο)- + γειος (< γῆ), πρβλ. ισόγειος. Ο τ. λεπτόγεως < λεπτ(ο)- + -γεως (γῆ), πρβλ. κατώγεως. (Περισσότερα για τη μορφή του β' συνθετικού σε -γαιος, -γειος, -γεως, βλ. στη λ. γη)].