Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
ο
στήριγμα λύχνου ή λυχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα-, πρβλ. ἔστα-μεν, στά-σις, του ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης, παραστάτης].