λαβρηγορώ

From LSJ
Revision as of 06:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

λαβρηγορώ, -έω (Μ)
λαβραγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -ηγορώ (< -ηγόρος < αγορά), πρβλ. δημηγορώ, παρηγορώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].