Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
λαβρηγορώ, -έω (Μ)
λαβραγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -ηγορώ (< -ηγόρος < αγορά), πρβλ. δημηγορώ, παρηγορώ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].