δημηγορώ

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

(AM δημηνορῶ, -έω) δημηγόρος
1. αγορεύω σε λαϊκή συγκέντρωση, μιλάω μπροστά στον λαό
2. μιλώ παραπλανητικά, αγορεύω δημαγωγικά
αρχ.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα δεδημηγορημένα
οι δημόσιες αγορεύσεις.