κακόχολος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, ευέξαπτος, οργίλος, αψίθυμος, αράθυμος
2. αυτός που επιμένει στην οργή και την εχθρότητά του, μνησίκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χολος (< χολή), πρβλ. πικρόχολος].