ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
κοψοχερίζω (Μ)κόβω το χέρι ή τα χέρια κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χερ-ίζω (< χέρι), πρβλ. καταχερίζω].