μελιτόβρυτος
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
Greek Monolingual
μελιτόβρυτος, -ον (Μ)
1. αυτός που είναι γεμάτος μέλι
2. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + -βρυτος (< βρύω «αφθονώ, αναβλύζω»), πρβλ. Ωκεανόβρυτος].