Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Full diacritics: χρῡσόπλευρος | Medium diacritics: χρυσόπλευρος | Low diacritics: χρυσόπλευρος | Capitals: ΧΡΥΣΟΠΛΕΥΡΟΣ |
Transliteration A: chrysópleuros | Transliteration B: chrysopleuros | Transliteration C: chrysoplevros | Beta Code: xruso/pleuros |
ὁ, = σάλπη, Gloss.
ἡ, ΜΑ
το ψάρι σάλπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. χαλκόπλευρος].