ἐρημοφίλης

Revision as of 06:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, loving solitude, AP9.396(Paul. Sil.), APl.4.256.

German (Pape)

[Seite 1027] ὁ, die Einsamkeit liebend, Paul. Sil. 72 (IX, 396); Ep. ad. 236 (Plan. 256).

Russian (Dvoretsky)

ἐρημοφίλης: дор. ἐρημοφίλᾱς, ου ὁ любящий одиночество Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημοφίλης: ῐ, ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐρημίαν, Ἀνθ. Π. 9. 396, Πλαν. 256.

Greek Monolingual

ἐρημοφίλης, ὁ (AM)
αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -φίλης (< φιλώ)
πρβλ. παιδοφίλης].

Greek Monotonic

ἐρημοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ (φιλέω), αυτός που αγαπά την απομόνωση, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐρημο-φῐ́λης, ου, φιλέω
loving solitude, Anth.