παιδοφίλης
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ, = παιδεραστής, Thgn. 1357, Telecl.49.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ, = Folgdm; Theogn. 1357; Glauc. 1 Ep. ad. 34 (XII, 14, 145).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοφίλης -ου, ὁ [παῖς, φίλος] pederast.
Greek Monolingual
παιδοφίλης, ὁ (Α)
παιδεραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -φίλης (< φίλος)].
Greek Monotonic
παιδοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ, = παιδεραστής, σε Θέογν.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοφίλης: [ῐ], -ου, ὁ, = παιδεραστής, Θέογν. 1357, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 26Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 324.
Middle Liddell
παῐδο-φίλης, ου, ὁ, = παιδεραστής, Theogn.]