ξιφασκία
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
Greek Monolingual
η (Α ξιφασκία)
1. η τέχνη του χειρισμού του ξίφους
2. η άσκηση στον χειρισμό του ξίφους
νεοελλ.
ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με συγκεκριμένους ειδικούς κανόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ασκία, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. ξιφασκῶ (πρβλ. σωμασκία, φωνασκία)].