χορτάτος
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει χορτάσει
2. (κατ' επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ' στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.)
3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» — βλ. πίτα
β) «ο χορτάτος του νηστικού δεν πιστεύει» — βλ. πιστεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτ-αίνω + κατάλ. -άτος (πρβλ. τρεχάτος, φευγάτος)].