ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
τοκαιρός που είναι ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός, κουφόβραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + κάμα (πρβλ. συννεφόκαμα)].