νεφόκαμα
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
Greek Monolingual
το
καιρός που είναι ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός, κουφόβραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + κάμα (πρβλ. συννεφόκαμα)].