οδόστρωση
Greek Monolingual
και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία)
το στρώσιμο της επιφάνειας του δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθόστρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου. Ο τ. ὁδοστρωσία < ὁδός + -στρωσία (< -στρωτος < στρωτός < στόρνυμι «στρώνω» (πρβλ. αστρωσία, χαμαιστρωσία)].