οδόστρωση

Revision as of 08:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία)
το στρώσιμο της επιφάνειας του δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθόστρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου. Ο τ. ὁδοστρωσία < ὁδός + -στρωσία (< -στρωτος < στρωτός < στόρνυμι «στρώνω» (πρβλ. αστρωσία, χαμαιστρωσία)].