οινάς

From LSJ
Revision as of 08:49, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

οἰνάς, -άδος, ἡ (ΑΜ)
είδος άγριου περιστεριού με φτέρωμα ερυθρωπό σαν τών ώριμων σταφυλιών
αρχ.
1. η άμπελος, το κλήμα
2. το κρασί, ο οίνος («ἢ ἀπὸ βάκχης ἢ ἀπὸ μυρτίνης ὁτὲ μυρτίδας οἰνάδι βάλλων», Νίκ.)
3. ως επίθ. αυτὸς που περιέχει κρασί, γεμάτος από κρασί («ὁ πρὶν ἀεὶ Βρομίου μεμεθυσμένος οἰνάδι πηγῇ... Σάτυρος», Α Πλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «οἰνάδες
ἀμπελώδεις τόποι»
5. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Οἰνάδες
οι Μαινάδες («γυναῑκες οἰνάδες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμνάς)].