ουρανισκόφωνος
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
Greek Monolingual
-η, -ο
γραμμ. αυτός που κατ' εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» — τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλόφωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη].