ονυχίτης

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ὀνυχίτης, ό, θηλ. ὀνυχῑτις (Α)
είδος ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («ὀνυχίτης λίθος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (ΙΙ) + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].