σαπωνίτης

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

ο, Ν
ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό του μαγνησίου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και αποτελεί μέλος της σειράς του μοντμοριλλονίτη, κν. σαπουνόχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λιγνίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].