πολυμέτωπος
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα (α. «πολυμέτωπη επίθεση» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μέτωπο (πρβλ. πλατυμέτωπος)].