γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-η, -ο, Νφαγωμένος από σκουλήκια, σκωληκόβρωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλήκι + φαγωμένος (πρβλ. ποντικοφαγωμένος)].