Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
-έω, ΜΑείμαι τοποτηρητής, εκτελώ καθήκοντα τοποτηρητή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + τηρῶ (πρβλ. καιροτηρώ)].