μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει στήθος
2. αυτός που έχει σχήμα στήθους («στηθωτό ιστίο»
[ναυτ.] διπλωμένο ιστίο που σχηματίζει εξόγκωμα στο μέσον κεραίας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].