Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω
2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + -ιαίνω (πρβλ. χλομιαίνω)].