φεράλληλος
From LSJ
Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τα πρόσ. της Αγίας Τριάδος) αυτός που συνδέεται αμοιβαία με τον άλλο.
επίρρ...
φεραλλήλως Μ
με αμοιβαίο δεσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -άλληλος (< θ. της αλληλοπαθούς αντων. ἀλλήλων), πρβλ. μισάλληλος, φιλάλληλος].